Η Π. κάθονταν σε μια καρέκλα στο μπαλκόνι της. Αυτός ο βήχας δεν έλεγε να περάσει. Έξυσε τα πόδια της που τη φαγούριζαν· τη νύχτα την είχαν τσιμπήσει κουνούπια. Έκανε μια αφόρητη ζέστη.
Ήθελε να πάει στη θάλασσα αλλά με το λεωφορείο ήταν σωστός άθλος. Ήθελε μόνο να τη δει. Μετά, αυτές τις μέρες έκοβε το τσιγάρο κι ήταν νευρική.
Είχε ορκιστεί να μην ξαναπάει σπίτι του κι αυτή τη φορά έλεγε να κρατήσει τον όρκο της. Κάπου κάπου εκείνος έρχονταν στη σκέψη της. Την έδιωχνε. Το όλο πράγμα έμοιαζε με μαρτύριο, με πνευματική άσκηση υψηλόβαθμου ασκητή, "το μυαλό μας κανονικά δικό μας είναι", σκέφτονταν, "μα γιατί δεν μας υπακούει;"
Έλεγε στον εαυτό της, "μη τον σκέφτεσαι", μα σαν εκείνο να το έκανε επίτηδες... μετά από ένα λεπτό της ανέβαζε μια εικόνα του κι αναστέναζε.
"Πρέπει να αντέξω", έλεγε, μα κοίταζε διαρκώς το κινητό της αν ήρθε μήνυμά του. Να την καλέσει εκείνος στο σπίτι του ήταν διαφορετικά, ίσως πάλι όχι και απλώς κορόιδευε τον εαυτό της. Μα δεν ήταν θέμα απλού εγωισμού, έπρεπε να ξεκόψει γιατί είχε λόγους και μάλιστα ισχυρούς.
Η κατάσταση ήταν σεξ και κάπως, ή συντροφικότητα παραλίγο, πάνω κάτω ανταγωνισμός, ένα πράγμα τόσο μπερδεμένο που γύρευε σπαθί να το κόψεις.
Βέβαια είχε μερικές επιλογές, να απευθυνθεί αλλού, σε άλλη πορτοκαλιά, μα αυτό ήταν το ζητούμενο; όχι βέβαια.
Κάτι δεν πήγαινε καλά και πήρε ένα τσιγάρο στο χέρι της. "Αυτό μας έλειπε τώρα, αυτό θα μας λύσει τα προβλήματα", μονολόγησε με λίγη απελπισία.
Μετά είχε μια ιδέα. "Θα πάω και θα χωθώ στο κρεβάτι μου", είπε, "κι ας είναι Σάββατο κι ας είναι Μ. Παρασκευή, θα πάρω το σεντόνι πάνω από το κεφάλι και θα ζαρώσω εκεί μέχρι να σκάσω. Θα ορκιζόμουν πως δεν είναι έτσι ο έρωτας, ή τουλάχιστον δεν θα έπρεπε να είναι έτσι. Αυτό με τρώει, με φθείρει, με σκοτώνει. Δεν το θέλω!" Εκεί πάνω τον φαντάστηκε.
Πήγε στο μπάνιο και κοιτάχτηκε στον καθρέφτη. "Υπάρχει εξήγηση, είσαι απλώς ηλίθια!", είπε. "Γιατί το σκαλίζεις να βγάλεις άκρη; θέλω απλά να εξαφανιστώ. Για πάντα".
Μέσα σε όλο αυτό εξαντλήθηκε κι ένιωσε κόπωση σα να είχε τρέξει δέκα χιλιόμετρα. Τόσο εξαντλήθηκε που χοντρές στάλες ιδρώτα εμφανίστηκαν στο μέτωπό της. Αν ήταν νύχτα θα προσεύχονταν αλλά δεν ήταν νύχτα.
Ξαφνικά ήρθε μήνυμα στο τηλέφωνο και τρόμαξε. Το κοίταζε με ταραχή και απελπισία σαν να έβλεπε δράκο. Το πλησίασε σιγανά και το κοίταξε από απόσταση, ήταν ένα μήνυμα της εταιρίας του κινητού και πήρε μια βαθιά ανάσα ανακούφισης, όμως ήθελε να είναι από εκείνον και μαζί ήθελε να μη θέλει.
Πήγε ξανά στον καθρέφτη. "Είσαι αδύναμη κοπέλα μου", της είπε, "και λογικό είναι να παίζει ο τύπος παιγνίδια στην πλάτη σου, σε ξέρει. Ξέρει την αγωνία σου, κάθεται εκεί σαν πασάς και περιμένει να "σπάσεις", για άλλη μια φορά, να σπάσουν οι αντιστάσεις σου. Και να πας εκεί σαν βρεγμένη γάτα, ολότελα χαμένη και να πεις ήρθα πασά μου, πως θέλεις να σου χορέψω; Μήπως να με βάλεις στο ταψί;
Πως το κάνουν μερικές; Πως το κάνουν; Είναι βέβαια νεαρές, στην περίπτωσή μου δεν υπάρχει δικαιολογία. Χρειάζεται να με μαζέψουν, είμαι για δέσιμο".
Μετά χτύπησε το τηλέφωνο και το σήκωσε με ψυχραιμία, ήταν εκείνος, τον άκουσε σε όλα όσα είπε και στο φινάλε του είπε: "φίλε συγνώμη αλλά σε χωρίζω, μη το παίρνεις προσωπικά", και του έκλεισε το τηλέφωνο.
Γελούσε από μέσα της, τής άρεσε ο εαυτός της όταν είπε εκείνο το 'μη το παίρνεις προσωπικά'. Σε λίγο εκείνος πήρε ξανά, και πήρε ξανά, και πήρε ξανά. Κατάλαβε πως το εννοούσε, πως το είχε δεχθεί, πως ήταν το τέλος.
"Τόσο απλό", σκέφτηκε εκείνη, "μα ήταν τόσο απλό".
Εκείνη την ώρα έπεφτε το δειλινό κι ήταν ανακουφισμένη. "Τι θα κάνεις εσύ στη ζωή σου;", αναρωτήθηκε.
Μια γάτα πέρασε από το διπλανό μπαλκόνι, την πήρε στην αγκαλιά της και τη χάιδεψε. Είχε αγάπη να της δώσει, τόση που της έκανε έκπληξη. Μα τη στεναχώρησε λίγο και την ακούμπησε με σεβασμό στο πάτωμα.
Ο ήλιος έπεφτε πίσω από τον Όλυμπο κι έχριζε όλο τον ουρανό χρυσοκόκκινο όταν εκείνη σκέφτονταν.
"Κανονικά, απ΄όσο θυμάμαι, οι άνθρωποι μπορούμε να μένουμε μόνοι, να ζούμε μόνοι αν το θέλουμε, να υπάρχουμε μόνοι και να είμαστε καλά.
Απ΄όσο θυμάμαι, δεν πρέπει να είναι τόσο βασανιστική, τόσο μαρτυρική κι εξαναγκαστική η μοναξιά. Όχι!", Σκέφτηκε με ένταση, "χρειάζεται να βρεθεί μια μοναξιά όμορφη, χαλαρή και δεκτική, αλλιώς θα με φάνε στο τέλος όλα αυτά τα σώματα και η επιλογή μου θα παραμένει ανέφικτη.
Θα μείνω μόνη", είπε, "να δούμε τί θα μου συμβεί και τόσο φοβάμαι. Όπως οι ιππότες κρεμούν το σπαθί τους και οι μποξέρ τα γάντια τους... έτσι κι εγώ θα βάλω κώλο κάτω!".
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου