Λογοτεχνία, ποίηση, διήγημα, ελεύθερα κείμενα κατά την έμπνευση και τη στιγμή

Ιουνίου 24, 2020

Οι βιτρίνες που λυγίζουν






Ήταν δύο βιτρίνες και κοίταζαν από απέναντι η μία την άλλη κι ανάμεσά τους περνούσε ένας δρόμος που τις χώριζε, δε μπορούσαν ποτέ να πλησιάσουν η μία την άλλη και ν’ αγγιχτούν, μόνο στολίζονταν για να προκαλέσει η μία το ενδιαφέρον και την εντύπωση της άλλης.

Έβαζαν λαμπιόνια και γιρλάντες κι ήταν δύο βιτρίνες μούρλια
που ο κόσμος τις θαύμαζε.

Όμως τις νύχτες λύγιζαν και τότε έγερνε η μία να πλησιάσει την άλλη. Κι όλο λύγιζαν σα κλαριά δέντρων φορτωμένα ώριμους καρπούς.  Τις νύχτες τα στολίδια τους τις βάραιναν και τότε, που δεν περνούσαν πια διαβάτες από το δρόμο,
οι βιτρίνες γδύνονταν με μια βαθιά ανάσα που έφερνε ανακούφιση. Έτσι γδυτές κοίταζαν η μία την άλλη ευχαριστημένες και μιλούσαν. Έλεγαν τότε η μία στην άλλη: έχεις εσύ αποθήκη;

Φυσικά, απαντούσε η άλλη, όλες οι βιτρίνες έχουν αποθήκη.
Η άλλη αναρωτιόταν κι έλεγε: γιατί δε βάζουμε στη βιτρίνα όσα έχουμε στην αποθήκη;
Μα είναι ο ανάμεσα δρόμος, είναι οι περαστικοί και εμείς έχουμε έναν ρόλο να παίξουμε και μια εργασία να επιτελέσουμε.
Μήπως όμως έτσι ξεγελάμε τους περαστικούς; Αναρωτιόταν η άλλη.
Έτσι έχει το παιγνίδι.

Η αποθήκη με βαραίνει, είπε η μία, αναγκάζομαι να την κρύβω, κλειδωμένη την έχω, και τώρα, που δε μας βλέπει κανείς, σου μιλώ από την αποθήκη.

Μέσα στην αποθήκη είναι όλα γεμάτα σκόνες και αράχνες, είπε η άλλη,
κι ίσως δικαίως γιατί κανείς δεν προσέχει τις αποθήκες, μάτι ανθρώπου
ποτέ δε τις κοιτά, τι νόημα έχει να συμμαζώνει κανείς τις αποθήκες
όταν είναι μέρη που μόνο ο ίδιος έχει πρόσβαση και κατεβαίνει;
Είναι παραμελημένες οι αποθήκες.

Τότε είπε η άλλη βιτρίνα: νιώθω σα δόλωμα κάποιες φορές.

Μα είσαι δόλωμα κι είναι σωστό έτσι να νιώθεις.
Το ζήτημα είναι να τσιμπήσει κάποιος για να τον φέρεις στην αποθήκη. Κουράστηκα να χαμογελώ, είπε η μία, αυτό το χαμόγελο νομίζω κρυστάλλιασε
στο πρόσωπο μου - μια νύχτα θα το σπάσω.

Αν σπάσεις το χαμόγελο θα σπάσεις όλους τους καθρέφτες που έχεις στη βιτρίνα κι οι άνθρωποι τότε δε θα μπορούν να καθρεφτιστούν πάνω σου κι εσύ θα χάσεις το πρόσωπό σου.

Κουράστηκα, είπε η μία, αισθάνομαι χρόνια κάτι να βαστάζω, την πραμάτειά μου.

Μη σπάσεις, είπε η άλλη, γιατί τότε δε θα αποχτήσεις ποτέ ξανά δικό σου πρόσωπο,
αλλά θα πάρεις το πρόσωπο του θεού. Μόνο να λυγίζεις, εμείς οι βιτρίνες τις νύχτες λυγίζουμε.

Λυγίζω όσο μπορώ προς το μέρος σου αλλά δε σε φτάνω ποτέ κι είμαι μέσα μου βαθιά ανικανοποίητη, θέλω να σε φτάσω και να σου κάνω έρωτα με την ψυχή.

Οι δύο βιτρίνες κοιτάχτηκα τότε λυπημένα, όμως ξημέρωνε και οι πρώτοι διαβάτες έκαναν την εμφάνισή τους και φόρεσαν ξανά το χαμόγελό τους.

Όμως την τελευταία στιγμή, η μία λύγισε κι έτεινε το χέρι της κι άγγιξε την άλλη σαν σε μια ένδειξη αποχωρισμού κι η άλλη βιτρίνα δάκρυσε.

Σου δίνω υπόσχεση πως μια νύχτα θα λυγίσω τόσο που θα σε φτάσω, είπε κι αποσύρθηκε η βιτρίνα στην αποθήκη της, ενώ το χαμόγελό της έκοβε σαν σπαθί τους περαστικούς.



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Ασκήσεις υπομονής

    Η Π. κάθονταν σε μια καρέκλα στο μπαλκόνι της. Αυτός ο βήχας δεν έλεγε να περάσει. Έξυσε τα πόδια της που τη φαγούριζαν· τη νύχτα την ...