Τη βρήκα με τα μάτια μαυρισμένα, «έκλαιγες
πάλι;» τη ρώτησα. Της πήρε δύο λεπτά να με καταλάβει.
Κάθισε στο κρεβάτι χωρίς να τη νοιάζει που
ήταν σχεδόν γυμνή και για να την ανεβάσω λιγάκι της είπα πως είναι καλλιτεχνικά
όμορφη.
Με κοίταξε. Ο πόνος μέσα στα μάτια της γυάλιζε.
Την πλησίασα και την έπιασα προσεκτικά από τον ώμο κι είχα την αίσθηση πως άγγιζα
κάτι σκληρό κι εύθραυστο ταυτόχρονα.
Ο χρόνος μου φάνηκε αιώνας ως να την αφήσουν
τα τεντωμένα νεύρα της.
«Σε τι πέλαγος βρίσκεται θεέ μου κι αυτή…», συλλογιζόμουν
μέσα μου.
Και τη γνώριζα τη διαδικασία, περνούσε εκείνη
τη φάση θανάτου από τη μία.
Την έβρισκε εκείνη η γλυκιά λήθη της αποχαύνωσης
που την έφτανε ως τα όρια της κατάθλιψης και την έριχνε μέσα στη λησμονιά.
Πάντα από τη μία, επειδή από την άλλη, έστω αργά άνθιζε.
Είχαμε δικιά μας γλώσσα που μιλούσαμε και της είπα:
φυτεύεις;
«Μέσα στα χαλάσματα;» Είπε.
«Ναι, μέσα στα
χαλάσματα φυτρώνουν τα πιο όμορφα λουλούδια. Καιρός της σποράς και καιρός του
θερισμού, μη το ξεχνάς».
«Έχω αρχίσει και το διακρίνω πως δεν είναι μία
ζωή αλλά δύο», είπε.
«Φυσικά είναι δύο ζωές και εισβάλουν η μία
μέσα στην άλλη, όμως είναι ξεκάθαρα δύο ζωές και οι δύο σε τούτη τη μία, και
μπορούν να πάρουν τόση απόσταση μεταξύ τους που για την πρώτη σου ζωή να έχεις
την αίσθηση και να τη σκέφτεσαι χιλιετηρίδες πίσω, σα να την έζησε ένας άλλος,
πάντα κάπως γνωστός σου».
«Που στο πέρασμα είμαι δε ξέρω», είπε.
«Δεν υπάρχει πού στο πέρασμα, περνάς».
«Τώρα θέλω ανθρώπους κοντά μου».
«…Και τώρα ακριβώς δε τους έχεις, ενώ πριν
έκαναν παρέλαση».
«Νομίζω πέρασε ένας στρατός από αυτό το κορμί»,
είπε και το έδειξε σα ξένο.
«Είναι καλό κορμί», της είπα.
Γέλασε (λίγο).
«Δεν κράτησαν οι έρωτες;» Είπα για να μείνω
στο ίδιο θέμα.
«Ξέρεις… περαστικοί πέρασαν από εδώ ως να γνωριστούμε,
μα νομίζω δεν κράτησα ούτε μια ανάμνηση από αυτούς».
«Δεν άξιζαν, ρίξτους όλους μέσα στο πηγάδι της
λήθης».
«Εσύ γιατί μένεις κοντά μου;» Είπε με απορία.
«Δε ξέρω», απάντησα κι έλεγα την αλήθεια.
Σκέφτηκε λιγάκι.
«Τώρα που το σκέφτομαι δε μου ζήτησες ποτέ
τίποτα».
Σκέφτηκα λίγο. «Νομίζω έτσι είναι».
«Μου κάνει απορία».
«Γιατί ζητάς να το εξηγήσεις;»
«Μάλλον από συνήθεια».
«Έρχομαι όταν με καλέσεις, με κάλεσες και ήρθα».
«Είσαι καλός άνθρωπος».
Σκέφθηκα λίγο.
«Τότε γιατί το κάνεις; Γιατί έρχεσαι εδώ και με
στηρίζεις και μάλιστα χωρίς ανταλλάγματα;»
«Έρχομαι επειδή χρειάζεσαι στήριξη. Είναι παράξενο
αυτό ε;» είπα κι απόρησα με τη στάση μου.
«Φυσικά είναι παράξενο και ύποπτο».
Και για να την καθησυχάσω είπα: «δεν έχω
πολλούς φίλους».
Κι είπε εκείνη μετά: «γιατί δεν κάνεις έρωτα
μαζί μου;
Παλιά έκανες…»
«Παλιά ήσουν αλλιώς, τώρα μου βγάζεις άλλα
αισθήματα».
«Όπως;»
Σκέφτηκα λίγο. «Τα αισθήματα μιας απομάκρυνσης,
σε νιώθω να απομακρύνεσαι κι όταν με καλείς κι έρχομαι εδώ… το ξέρω πως το
κάνεις ασυνείδητα γιατί θέλεις να σε κρατήσω. Και να λοιπόν που σε κρατώ. Μείνε
εδώ, μη φεύγεις».
«Μόλις φύγεις θα φύγω», είπε.
«Αν είναι έτσι τότε θα κοιμηθώ εδώ, κάτω εδώ
στο χαλί παρέα με το γάτο σου».
«Έλα στο κρεβάτι μου», είπε κι έγειρε στο
πλάι, «αγκάλιασε με λιγάκι από πίσω».
Και την αγκάλιασα.
«Βγάλε το πουκάμισό σου και κόλλησε το γυμνό
σου στήθος στην πλάτη μου θέλω να σε νιώσω».
Το έκανα κι ο γάτος με κοίταζε παράξενα.
Σε λίγο την πήρε ο ύπνος. Σηκώθηκα, ντύθηκα κι
έφυγα.
Στο δρόμο χαμογελούσα ικανοποιημένος με τον
εαυτό μου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου