Ημερολόγιο ενός Σκίουρου

Λογοτεχνία, ποίηση, διήγημα, ελεύθερα κείμενα κατά την έμπνευση και τη στιγμή

Αυγούστου 21, 2020

Ασκήσεις υπομονής

 

 

Η Π. κάθονταν σε μια καρέκλα στο μπαλκόνι της. Αυτός ο βήχας δεν έλεγε να περάσει. Έξυσε τα πόδια της που τη φαγούριζαν· τη νύχτα την είχαν τσιμπήσει κουνούπια. Έκανε μια αφόρητη ζέστη.

 Ήθελε να πάει στη θάλασσα αλλά με το λεωφορείο ήταν σωστός άθλος. Ήθελε μόνο να τη δει. Μετά, αυτές τις μέρες έκοβε το τσιγάρο κι ήταν νευρική.

Είχε ορκιστεί να μην ξαναπάει σπίτι του κι αυτή τη φορά έλεγε να κρατήσει τον όρκο της. Κάπου κάπου εκείνος έρχονταν στη σκέψη της. Την έδιωχνε. Το όλο πράγμα έμοιαζε με μαρτύριο, με πνευματική άσκηση υψηλόβαθμου ασκητή, "το μυαλό μας κανονικά δικό μας είναι", σκέφτονταν, "μα γιατί δεν μας υπακούει;"

Έλεγε στον εαυτό της, "μη τον σκέφτεσαι", μα σαν εκείνο να το έκανε επίτηδες... μετά από ένα λεπτό της ανέβαζε μια εικόνα του κι αναστέναζε.

"Πρέπει να αντέξω", έλεγε, μα κοίταζε διαρκώς το κινητό της αν ήρθε μήνυμά του. Να την καλέσει εκείνος στο σπίτι του ήταν διαφορετικά, ίσως πάλι όχι και απλώς κορόιδευε τον εαυτό της. Μα δεν ήταν θέμα απλού εγωισμού, έπρεπε να ξεκόψει γιατί είχε λόγους και μάλιστα ισχυρούς. 

Η κατάσταση ήταν σεξ και κάπως, ή συντροφικότητα παραλίγο, πάνω κάτω ανταγωνισμός, ένα πράγμα τόσο μπερδεμένο που γύρευε σπαθί να το κόψεις.

Βέβαια είχε μερικές επιλογές, να απευθυνθεί αλλού, σε άλλη πορτοκαλιά, μα αυτό ήταν το ζητούμενο; όχι βέβαια.

Κάτι δεν πήγαινε καλά και πήρε ένα τσιγάρο στο χέρι της. "Αυτό μας έλειπε τώρα, αυτό θα μας λύσει τα προβλήματα", μονολόγησε με λίγη απελπισία.

Μετά είχε μια ιδέα. "Θα πάω και θα χωθώ στο κρεβάτι μου", είπε, "κι ας είναι Σάββατο κι ας είναι Μ. Παρασκευή, θα πάρω το σεντόνι πάνω από το κεφάλι και θα ζαρώσω εκεί μέχρι να σκάσω. Θα ορκιζόμουν πως δεν είναι έτσι ο έρωτας, ή τουλάχιστον δεν θα έπρεπε να είναι έτσι. Αυτό με τρώει, με φθείρει, με σκοτώνει. Δεν το θέλω!" Εκεί πάνω τον φαντάστηκε.

Πήγε στο μπάνιο και κοιτάχτηκε στον καθρέφτη. "Υπάρχει εξήγηση, είσαι απλώς ηλίθια!", είπε. "Γιατί το σκαλίζεις να βγάλεις άκρη; θέλω απλά να εξαφανιστώ. Για πάντα".

Μέσα σε όλο αυτό εξαντλήθηκε κι ένιωσε κόπωση σα να είχε τρέξει δέκα χιλιόμετρα. Τόσο εξαντλήθηκε που χοντρές στάλες ιδρώτα εμφανίστηκαν στο μέτωπό της. Αν ήταν νύχτα θα προσεύχονταν αλλά δεν ήταν νύχτα.

Ξαφνικά ήρθε μήνυμα στο τηλέφωνο και τρόμαξε. Το κοίταζε με ταραχή και απελπισία σαν να έβλεπε δράκο. Το πλησίασε σιγανά και το κοίταξε από απόσταση, ήταν ένα μήνυμα της εταιρίας του κινητού και πήρε μια βαθιά ανάσα ανακούφισης, όμως ήθελε να είναι από εκείνον και μαζί ήθελε να μη θέλει.

Πήγε ξανά στον καθρέφτη. "Είσαι αδύναμη κοπέλα μου", της είπε, "και λογικό είναι να παίζει ο τύπος παιγνίδια στην πλάτη σου, σε ξέρει. Ξέρει την αγωνία σου, κάθεται εκεί σαν πασάς και περιμένει να "σπάσεις", για άλλη μια φορά, να σπάσουν οι αντιστάσεις σου. Και να πας εκεί σαν βρεγμένη γάτα, ολότελα χαμένη και να πεις ήρθα πασά μου, πως θέλεις να σου χορέψω; Μήπως να με βάλεις στο ταψί;

Πως το κάνουν μερικές; Πως το κάνουν; Είναι βέβαια νεαρές, στην περίπτωσή μου δεν υπάρχει δικαιολογία. Χρειάζεται να με μαζέψουν, είμαι για δέσιμο".

Μετά χτύπησε το τηλέφωνο και το σήκωσε με ψυχραιμία, ήταν εκείνος, τον άκουσε σε όλα όσα είπε και στο φινάλε του είπε: "φίλε συγνώμη αλλά σε χωρίζω, μη το παίρνεις προσωπικά", και του έκλεισε το τηλέφωνο.

Γελούσε από μέσα της, τής άρεσε ο εαυτός της όταν είπε εκείνο το 'μη το παίρνεις προσωπικά'. Σε λίγο εκείνος πήρε ξανά, και πήρε ξανά, και πήρε ξανά. Κατάλαβε πως το εννοούσε, πως το είχε δεχθεί, πως ήταν το τέλος.

"Τόσο απλό", σκέφτηκε εκείνη, "μα ήταν τόσο απλό".

 Εκείνη την ώρα έπεφτε το δειλινό κι ήταν ανακουφισμένη. "Τι θα κάνεις εσύ στη ζωή σου;", αναρωτήθηκε.

Μια γάτα πέρασε από το διπλανό μπαλκόνι, την πήρε στην αγκαλιά της και τη χάιδεψε. Είχε αγάπη να της δώσει, τόση που της έκανε έκπληξη. Μα τη στεναχώρησε λίγο και την ακούμπησε με σεβασμό στο πάτωμα. 

Ο ήλιος έπεφτε πίσω από τον Όλυμπο κι έχριζε όλο τον ουρανό χρυσοκόκκινο όταν εκείνη σκέφτονταν.

"Κανονικά, απ΄όσο θυμάμαι, οι άνθρωποι μπορούμε να μένουμε μόνοι, να ζούμε μόνοι αν το θέλουμε, να υπάρχουμε μόνοι και να είμαστε καλά.

Απ΄όσο θυμάμαι, δεν πρέπει να είναι τόσο βασανιστική, τόσο μαρτυρική κι εξαναγκαστική η μοναξιά. Όχι!", Σκέφτηκε με ένταση, "χρειάζεται να βρεθεί μια μοναξιά όμορφη, χαλαρή και δεκτική, αλλιώς θα με φάνε στο τέλος όλα αυτά τα σώματα και η επιλογή μου θα παραμένει ανέφικτη.

Θα μείνω μόνη", είπε, "να δούμε τί θα μου συμβεί και τόσο φοβάμαι. Όπως οι ιππότες κρεμούν το σπαθί τους και οι μποξέρ τα γάντια τους... έτσι κι εγώ θα βάλω κώλο κάτω!". 


 

Ιουλίου 12, 2020

Το Άτι







Είναι ένα άλογο, ελεύθερο κι αδάμαστο άτι και καλπάζει ελεύθερο και χαίρεται τον ήλιο κάτω από τον καταγάλανο ουρανό. Όμως μια μέρα, ένας άνθρωπος με ένα λάσο το πιάνει και το οδηγεί σε ένα στάβλο, εκεί του φοράει μια σέλα και προσπαθεί να το ιππεύσει. Το άλογο τινάζεται, ωρύεται, δεν ανέχεται καβαλάρη στη ράχη του κι αφεντικό στη ζωή του. Όμως ο άνθρωπος είναι πιο έξυπνος από το άλογο κι έχει τον τρόπο να του τσακίσει τη θέληση και το κάνει. Κάτι μέσα στο άλογο έσπασε για πάντα, υπέκυψε και τώρα υπακούει στην ανθρώπινη θέληση. Ωστόσο ήταν τυχερό, ο αφέντης του είναι καλός άνθρωπος και δε το μαστιγώνει αλύπητα ούτε το βάζει στις σκληρές δουλειές των χωραφιών. Αντίθετα, το αγαπούν και το φροντίζουν, του φέρνουν νερό και φρέσκο τριφύλλι, καμιά φορά μερικά χαρούμενα παιδιά καβαλούν την πλάτη του και του χαϊδεύουν τη μουσούδα κι αισθάνεται να το αγαπούν. Ακόμα το βγάζουν σε ένα υπαίθριο προαύλιο και το αφήνουν σχεδόν ελεύθερο μέσα σε ένα περιφραγμένο χώρο, να παίξει και να κυλιστεί στο χώμα. Ακόμα του φέρνουν και κάποια θηλυκιά να παίξει μαζί της και να ζευγαρώσει και καμιά φορά κοιτάζει και νοσταλγεί τα απέναντι βουνά και το απέναντι δάσος, μα δεν μπορεί να πάει εκεί, δεν μπορεί να πάει εκεί που θέλει πια, δεν μπορεί να κάνει εκείνο που θέλει, δεν είναι πια ένα ελεύθερο άλογο και ξεμαθαίνει να επιθυμεί το βουνό και το δάσος.

Μια μέρα, ξεχνούν την πόρτα του στάβλου ανοιχτή μα δε θέλει να φύγει, ο κόσμος έξω από το ράντζο έγινε πια άγνωστος κόσμος και το φοβίζει. Όμως μια μέρα, σα να θυμάται και με ένα σάλτο δρασκελίζει τον φράχτη κι αρχίζει να καλπάζει προς το δάσος και τα βουνά, μα σα φτάνει εκεί αισθάνεται πως ήταν μόνο μια ανάμνηση κι ο κίνδυνος της ελευθερίας το τρομάζει, σκύβει το κεφάλι και γυρίζει μόνο του στο στάβλο, ο άνθρωπος το ήξερε και δε βγήκε να το ψάξει, το περίμενε να γυρίσει.

Μια μέρα, ο άνθρωπος αποφασίζει να διαλύσει το ράντζο, και σαν καλός άνθρωπος που είναι… φιλάει το άλογο στη μουσούδα, το χτυπάει στα καπούλια και το αφήνει ελεύθερο. Το άλογο στρέφει το βλέμμα προς το βουνό και το δάσος, μα δε τα βλέπει πια κι ακολουθεί σαν τυφλό τον άνθρωπο, ακολουθεί την αγάπη του ανθρώπου, όμως εκείνος ανέβηκε στο ποταμόπλοιο και χάθηκε οριστικά. 

Το άλογο αισθάνεται σαστισμένο και μοναξιά και χαμηλώνει μέσα του, τώρα ξέμαθε να επιβιώνει και κινδυνεύει να πεθάνει, διψάει και πρέπει να μυρίσει ξανά το νερό και να φτάσει στο ποτάμι, πεινάει και πρέπει να ψάξει να βρει ξανά μόνο του τριφύλλι, οι λύκοι ουρλιάζουν τις νύχτες και ξυπνούν ξανά οι οπλές του. Τώρα είναι ολομόναχο ανάμεσα σε όλους τους κινδύνους.

Το άλογο με τον καιρό ξεχνάει τον αφέντη του και χαίρεται ξανά τον καλπασμό του ελεύθερο κάτω από τον καταγάλανο ουρανό. Μέχρι που ένας άνθρωπος με ένα λάσο το πιάνει ξανά και προσπαθεί να το ιππεύσει. Κι εκείνο τινάζεται, κλωτσάει και οδύρεται, δε θέλει αφέντη στη ζωή του, δεν θέλει δυνάστη στη ράχη του.




Ιουλίου 09, 2020

Πλανόδια Πριγκίπισσα






Περίμενε
η μισή κιόλας βγαλμένη έξω απ’ το κάστρο
και μια μάχη που δίνονταν για χάρη της στα πόδια της δε τη θαύμαζε
δε την άγγιζε, ήταν αλλού
φευγάτη μέσα στην απαρχή του ονείρου της
στυγνή η ανεμελιά της φτερούγιζε πάνω από των ανθρώπων τις προθέσεις
τη σημάδευαν βέλη έρωτα μα σταματούσαν πάντα έξω από την καρδιά της
με μια απορία
κι είχε υιοθετήσει εκείνο το γέλιο το σμαραγδένιο·
Πλανόδια πριγκίπισσα φαγωμένη ως το κόκαλο από τους ανέμους
σκεπασμένη μ' ένα τούλι - γυμνή από μέσα κι απ’ έξω
στον χαρακτήρα διάφανη με λόγια σιωπής εξέταζε
ο έρωτάς της διαβήτης των άστρων
αγαπούσε τα πνεύματα, "με συνθλίβει η πραγματικότητα", έλεγε
κι είμαι χαρούμενη μέσα στη ζεστασιά του παραμυθιού
με χίλια χέρια με τυλίγει·
Τελείως ασώματη και ξεδιαλεγμένη μέσα από τη στεναχώρια της
φόβο δεν είχε, έπεφτε απ’ τον εξώστη του κάστρου δυό φορές μέσα στην ίδια νύχτα
της χαμογελούσε ο κάτω ποταμός
κι έτσι όπως φτερούγιζε η καρδιά της την άρπαζαν άγγελοι
από τα φανταχτερά μαλλιά της·
Κι όλα τα λόγια την έπαιρναν πάνω, και της οργής και του μίσους
περίλαμπρη μέσα στο αχανές των αισθήσεών της
μόνη σ’ έναν τόπο που δεν πατούσαν τα πόδια της κι είχε λίγη γη
"ψηλά πιο ψηλά να πετάξεις, πάνω από τα χρώματα"
άκουγε φωνές να της μιλούν και τις ακολουθούσε πρόθυμη
κι είχε βρει μια δίοδο να περνά μέσα από τη φαντασία της
και μέσα από την επινόησή της κι όλο έφευγε
η ίδια να είναι η ευτυχία της, έτσι που δεν μπορούσες
να την πιάσεις στα χέρια σου·
Ζούσε πάνω από τον συννεφιασμένο ουρανό των ανθρώπων
ολομόναχη κι όμως τόσο θαρρετή που θαρρείς ξεφάντωνε
μέσα στη μοναξιά της
απόμακρη σαν άστρο
και λιγοστή όσο το σύμπαν
χωρούσε μέσα σε ένα βλέμμα ολόκληρη
και της φώναζα μη φεύγεις, που πηγαίνεις;
Όμως κι εμένα με σήκωνε.

"Θα χαθείς", της φώναζα
όμως εκείνη γελούσε
κι όλο με σήκωνε. 

"Με παίρνει πάνω το στέμμα", έλεγε 


 

Ασκήσεις υπομονής

    Η Π. κάθονταν σε μια καρέκλα στο μπαλκόνι της. Αυτός ο βήχας δεν έλεγε να περάσει. Έξυσε τα πόδια της που τη φαγούριζαν· τη νύχτα την ...