Περίμενε
η μισή κιόλας βγαλμένη έξω απ’ το κάστρο
και μια μάχη που δίνονταν για χάρη της στα
πόδια της δε τη θαύμαζε
δε την άγγιζε, ήταν αλλού
φευγάτη μέσα στην απαρχή του ονείρου της
στυγνή η ανεμελιά της φτερούγιζε πάνω από των ανθρώπων
τις προθέσεις
τη σημάδευαν βέλη έρωτα μα σταματούσαν πάντα
έξω από την καρδιά της
με μια απορία
κι είχε υιοθετήσει εκείνο το γέλιο το
σμαραγδένιο·
Πλανόδια πριγκίπισσα φαγωμένη ως το κόκαλο από
τους ανέμους
σκεπασμένη μ' ένα τούλι - γυμνή από μέσα κι απ’
έξω
στον χαρακτήρα διάφανη με λόγια σιωπής εξέταζε
ο έρωτάς της διαβήτης των άστρων
αγαπούσε τα πνεύματα, "με συνθλίβει η
πραγματικότητα", έλεγε
κι είμαι χαρούμενη μέσα στη ζεστασιά του
παραμυθιού
με χίλια χέρια με τυλίγει·
Τελείως ασώματη και ξεδιαλεγμένη μέσα από τη
στεναχώρια της
φόβο δεν είχε, έπεφτε απ’ τον εξώστη του κάστρου
δυό φορές μέσα στην ίδια νύχτα
της χαμογελούσε ο κάτω ποταμός
κι έτσι όπως φτερούγιζε η καρδιά της την άρπαζαν
άγγελοι
από τα φανταχτερά μαλλιά της·
Κι όλα τα λόγια την έπαιρναν πάνω, και της οργής
και του μίσους
περίλαμπρη μέσα στο αχανές των αισθήσεών της
μόνη σ’ έναν τόπο που δεν πατούσαν τα πόδια της
κι είχε λίγη γη
"ψηλά πιο ψηλά να πετάξεις, πάνω από τα
χρώματα"
άκουγε φωνές να της μιλούν και τις ακολουθούσε
πρόθυμη
κι είχε βρει μια δίοδο να περνά μέσα από τη
φαντασία της
και μέσα από την επινόησή της κι όλο έφευγε
η ίδια να είναι η ευτυχία της, έτσι που δεν
μπορούσες
να την πιάσεις στα χέρια σου·
Ζούσε πάνω από τον συννεφιασμένο ουρανό των
ανθρώπων
ολομόναχη κι όμως τόσο θαρρετή που θαρρείς
ξεφάντωνε
μέσα στη μοναξιά της
απόμακρη σαν άστρο
και λιγοστή όσο το σύμπαν
χωρούσε μέσα σε ένα βλέμμα ολόκληρη
και της φώναζα μη φεύγεις, που πηγαίνεις;
Όμως κι εμένα με σήκωνε.
"Θα χαθείς", της φώναζα
όμως εκείνη γελούσε
κι όλο με σήκωνε.
"Με παίρνει πάνω το στέμμα", έλεγε
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου