Λογοτεχνία, ποίηση, διήγημα, ελεύθερα κείμενα κατά την έμπνευση και τη στιγμή

Ιουνίου 29, 2020

Γυναίκα στη σκιά







Τη βρήκα με τα μάτια μαυρισμένα, «έκλαιγες πάλι;» τη ρώτησα. Της πήρε δύο λεπτά να με καταλάβει.
Κάθισε στο κρεβάτι χωρίς να τη νοιάζει που ήταν σχεδόν γυμνή και για να την ανεβάσω λιγάκι της είπα πως είναι καλλιτεχνικά όμορφη.

Με κοίταξε. Ο πόνος μέσα στα μάτια της γυάλιζε. Την πλησίασα και την έπιασα προσεκτικά από τον ώμο κι είχα την αίσθηση πως άγγιζα κάτι σκληρό κι εύθραυστο ταυτόχρονα.
Ο χρόνος μου φάνηκε αιώνας ως να την αφήσουν τα τεντωμένα νεύρα της.

«Σε τι πέλαγος βρίσκεται θεέ μου κι αυτή…», συλλογιζόμουν μέσα μου.
Και τη γνώριζα τη διαδικασία, περνούσε εκείνη τη φάση θανάτου από τη μία.
Την έβρισκε εκείνη η γλυκιά λήθη της αποχαύνωσης που την έφτανε ως τα όρια της κατάθλιψης και την έριχνε μέσα στη λησμονιά. Πάντα από τη μία, επειδή από την άλλη, έστω αργά άνθιζε.

Είχαμε δικιά μας γλώσσα που μιλούσαμε και της είπα: φυτεύεις;
«Μέσα στα χαλάσματα;» Είπε.
«Ναι, μέσα στα χαλάσματα φυτρώνουν τα πιο όμορφα λουλούδια. Καιρός της σποράς και καιρός του θερισμού, μη το ξεχνάς».
«Έχω αρχίσει και το διακρίνω πως δεν είναι μία ζωή αλλά δύο», είπε.

«Φυσικά είναι δύο ζωές και εισβάλουν η μία μέσα στην άλλη, όμως είναι ξεκάθαρα δύο ζωές και οι δύο σε τούτη τη μία, και μπορούν να πάρουν τόση απόσταση μεταξύ τους που για την πρώτη σου ζωή να έχεις την αίσθηση και να τη σκέφτεσαι χιλιετηρίδες πίσω, σα να την έζησε ένας άλλος, πάντα κάπως γνωστός σου».

«Που στο πέρασμα είμαι δε ξέρω», είπε.
«Δεν υπάρχει πού στο πέρασμα, περνάς».
«Τώρα θέλω ανθρώπους κοντά μου».
«…Και τώρα ακριβώς δε τους έχεις, ενώ πριν έκαναν παρέλαση».

«Νομίζω πέρασε ένας στρατός από αυτό το κορμί», είπε και το έδειξε σα ξένο.
«Είναι καλό κορμί», της είπα.
Γέλασε (λίγο).

«Δεν κράτησαν οι έρωτες;» Είπα για να μείνω στο ίδιο θέμα.
«Ξέρεις… περαστικοί πέρασαν από εδώ ως να γνωριστούμε, μα νομίζω δεν κράτησα ούτε μια ανάμνηση από αυτούς».
«Δεν άξιζαν, ρίξτους όλους μέσα στο πηγάδι της λήθης».

«Εσύ γιατί μένεις κοντά μου;» Είπε με απορία.
«Δε ξέρω», απάντησα κι έλεγα την αλήθεια.
Σκέφτηκε λιγάκι.
«Τώρα που το σκέφτομαι δε μου ζήτησες ποτέ τίποτα».
Σκέφτηκα λίγο. «Νομίζω έτσι είναι».
«Μου κάνει απορία».
«Γιατί ζητάς να το εξηγήσεις;»
«Μάλλον από συνήθεια».
«Έρχομαι όταν με καλέσεις, με κάλεσες και ήρθα».
«Είσαι καλός άνθρωπος».
Σκέφθηκα λίγο.

«Τότε γιατί το κάνεις; Γιατί έρχεσαι εδώ και με στηρίζεις και μάλιστα χωρίς ανταλλάγματα;»
«Έρχομαι επειδή χρειάζεσαι στήριξη. Είναι παράξενο αυτό ε;» είπα κι απόρησα με τη στάση μου.
«Φυσικά είναι παράξενο και ύποπτο».
Και για να την καθησυχάσω είπα: «δεν έχω πολλούς φίλους».

Κι είπε εκείνη μετά: «γιατί δεν κάνεις έρωτα μαζί μου;
Παλιά έκανες…»
«Παλιά ήσουν αλλιώς, τώρα μου βγάζεις άλλα αισθήματα».
«Όπως;»

Σκέφτηκα λίγο. «Τα αισθήματα μιας απομάκρυνσης, σε νιώθω να απομακρύνεσαι κι όταν με καλείς κι έρχομαι εδώ… το ξέρω πως το κάνεις ασυνείδητα γιατί θέλεις να σε κρατήσω. Και να λοιπόν που σε κρατώ. Μείνε εδώ, μη φεύγεις».
«Μόλις φύγεις θα φύγω», είπε.

«Αν είναι έτσι τότε θα κοιμηθώ εδώ, κάτω εδώ στο χαλί παρέα με το γάτο σου».
«Έλα στο κρεβάτι μου», είπε κι έγειρε στο πλάι, «αγκάλιασε με λιγάκι από πίσω».
Και την αγκάλιασα.
«Βγάλε το πουκάμισό σου και κόλλησε το γυμνό σου στήθος στην πλάτη μου θέλω να σε νιώσω».
Το έκανα κι ο γάτος με κοίταζε παράξενα.

Σε λίγο την πήρε ο ύπνος. Σηκώθηκα, ντύθηκα κι έφυγα.
Στο δρόμο χαμογελούσα ικανοποιημένος με τον εαυτό μου.  



Ιουνίου 24, 2020

Οι βιτρίνες που λυγίζουν






Ήταν δύο βιτρίνες και κοίταζαν από απέναντι η μία την άλλη κι ανάμεσά τους περνούσε ένας δρόμος που τις χώριζε, δε μπορούσαν ποτέ να πλησιάσουν η μία την άλλη και ν’ αγγιχτούν, μόνο στολίζονταν για να προκαλέσει η μία το ενδιαφέρον και την εντύπωση της άλλης.

Έβαζαν λαμπιόνια και γιρλάντες κι ήταν δύο βιτρίνες μούρλια
που ο κόσμος τις θαύμαζε.

Όμως τις νύχτες λύγιζαν και τότε έγερνε η μία να πλησιάσει την άλλη. Κι όλο λύγιζαν σα κλαριά δέντρων φορτωμένα ώριμους καρπούς.  Τις νύχτες τα στολίδια τους τις βάραιναν και τότε, που δεν περνούσαν πια διαβάτες από το δρόμο,
οι βιτρίνες γδύνονταν με μια βαθιά ανάσα που έφερνε ανακούφιση. Έτσι γδυτές κοίταζαν η μία την άλλη ευχαριστημένες και μιλούσαν. Έλεγαν τότε η μία στην άλλη: έχεις εσύ αποθήκη;

Φυσικά, απαντούσε η άλλη, όλες οι βιτρίνες έχουν αποθήκη.
Η άλλη αναρωτιόταν κι έλεγε: γιατί δε βάζουμε στη βιτρίνα όσα έχουμε στην αποθήκη;
Μα είναι ο ανάμεσα δρόμος, είναι οι περαστικοί και εμείς έχουμε έναν ρόλο να παίξουμε και μια εργασία να επιτελέσουμε.
Μήπως όμως έτσι ξεγελάμε τους περαστικούς; Αναρωτιόταν η άλλη.
Έτσι έχει το παιγνίδι.

Η αποθήκη με βαραίνει, είπε η μία, αναγκάζομαι να την κρύβω, κλειδωμένη την έχω, και τώρα, που δε μας βλέπει κανείς, σου μιλώ από την αποθήκη.

Μέσα στην αποθήκη είναι όλα γεμάτα σκόνες και αράχνες, είπε η άλλη,
κι ίσως δικαίως γιατί κανείς δεν προσέχει τις αποθήκες, μάτι ανθρώπου
ποτέ δε τις κοιτά, τι νόημα έχει να συμμαζώνει κανείς τις αποθήκες
όταν είναι μέρη που μόνο ο ίδιος έχει πρόσβαση και κατεβαίνει;
Είναι παραμελημένες οι αποθήκες.

Τότε είπε η άλλη βιτρίνα: νιώθω σα δόλωμα κάποιες φορές.

Μα είσαι δόλωμα κι είναι σωστό έτσι να νιώθεις.
Το ζήτημα είναι να τσιμπήσει κάποιος για να τον φέρεις στην αποθήκη. Κουράστηκα να χαμογελώ, είπε η μία, αυτό το χαμόγελο νομίζω κρυστάλλιασε
στο πρόσωπο μου - μια νύχτα θα το σπάσω.

Αν σπάσεις το χαμόγελο θα σπάσεις όλους τους καθρέφτες που έχεις στη βιτρίνα κι οι άνθρωποι τότε δε θα μπορούν να καθρεφτιστούν πάνω σου κι εσύ θα χάσεις το πρόσωπό σου.

Κουράστηκα, είπε η μία, αισθάνομαι χρόνια κάτι να βαστάζω, την πραμάτειά μου.

Μη σπάσεις, είπε η άλλη, γιατί τότε δε θα αποχτήσεις ποτέ ξανά δικό σου πρόσωπο,
αλλά θα πάρεις το πρόσωπο του θεού. Μόνο να λυγίζεις, εμείς οι βιτρίνες τις νύχτες λυγίζουμε.

Λυγίζω όσο μπορώ προς το μέρος σου αλλά δε σε φτάνω ποτέ κι είμαι μέσα μου βαθιά ανικανοποίητη, θέλω να σε φτάσω και να σου κάνω έρωτα με την ψυχή.

Οι δύο βιτρίνες κοιτάχτηκα τότε λυπημένα, όμως ξημέρωνε και οι πρώτοι διαβάτες έκαναν την εμφάνισή τους και φόρεσαν ξανά το χαμόγελό τους.

Όμως την τελευταία στιγμή, η μία λύγισε κι έτεινε το χέρι της κι άγγιξε την άλλη σαν σε μια ένδειξη αποχωρισμού κι η άλλη βιτρίνα δάκρυσε.

Σου δίνω υπόσχεση πως μια νύχτα θα λυγίσω τόσο που θα σε φτάσω, είπε κι αποσύρθηκε η βιτρίνα στην αποθήκη της, ενώ το χαμόγελό της έκοβε σαν σπαθί τους περαστικούς.



Ασκήσεις υπομονής

    Η Π. κάθονταν σε μια καρέκλα στο μπαλκόνι της. Αυτός ο βήχας δεν έλεγε να περάσει. Έξυσε τα πόδια της που τη φαγούριζαν· τη νύχτα την ...