Λογοτεχνία, ποίηση, διήγημα, ελεύθερα κείμενα κατά την έμπνευση και τη στιγμή

Ιουλίου 12, 2020

Το Άτι







Είναι ένα άλογο, ελεύθερο κι αδάμαστο άτι και καλπάζει ελεύθερο και χαίρεται τον ήλιο κάτω από τον καταγάλανο ουρανό. Όμως μια μέρα, ένας άνθρωπος με ένα λάσο το πιάνει και το οδηγεί σε ένα στάβλο, εκεί του φοράει μια σέλα και προσπαθεί να το ιππεύσει. Το άλογο τινάζεται, ωρύεται, δεν ανέχεται καβαλάρη στη ράχη του κι αφεντικό στη ζωή του. Όμως ο άνθρωπος είναι πιο έξυπνος από το άλογο κι έχει τον τρόπο να του τσακίσει τη θέληση και το κάνει. Κάτι μέσα στο άλογο έσπασε για πάντα, υπέκυψε και τώρα υπακούει στην ανθρώπινη θέληση. Ωστόσο ήταν τυχερό, ο αφέντης του είναι καλός άνθρωπος και δε το μαστιγώνει αλύπητα ούτε το βάζει στις σκληρές δουλειές των χωραφιών. Αντίθετα, το αγαπούν και το φροντίζουν, του φέρνουν νερό και φρέσκο τριφύλλι, καμιά φορά μερικά χαρούμενα παιδιά καβαλούν την πλάτη του και του χαϊδεύουν τη μουσούδα κι αισθάνεται να το αγαπούν. Ακόμα το βγάζουν σε ένα υπαίθριο προαύλιο και το αφήνουν σχεδόν ελεύθερο μέσα σε ένα περιφραγμένο χώρο, να παίξει και να κυλιστεί στο χώμα. Ακόμα του φέρνουν και κάποια θηλυκιά να παίξει μαζί της και να ζευγαρώσει και καμιά φορά κοιτάζει και νοσταλγεί τα απέναντι βουνά και το απέναντι δάσος, μα δεν μπορεί να πάει εκεί, δεν μπορεί να πάει εκεί που θέλει πια, δεν μπορεί να κάνει εκείνο που θέλει, δεν είναι πια ένα ελεύθερο άλογο και ξεμαθαίνει να επιθυμεί το βουνό και το δάσος.

Μια μέρα, ξεχνούν την πόρτα του στάβλου ανοιχτή μα δε θέλει να φύγει, ο κόσμος έξω από το ράντζο έγινε πια άγνωστος κόσμος και το φοβίζει. Όμως μια μέρα, σα να θυμάται και με ένα σάλτο δρασκελίζει τον φράχτη κι αρχίζει να καλπάζει προς το δάσος και τα βουνά, μα σα φτάνει εκεί αισθάνεται πως ήταν μόνο μια ανάμνηση κι ο κίνδυνος της ελευθερίας το τρομάζει, σκύβει το κεφάλι και γυρίζει μόνο του στο στάβλο, ο άνθρωπος το ήξερε και δε βγήκε να το ψάξει, το περίμενε να γυρίσει.

Μια μέρα, ο άνθρωπος αποφασίζει να διαλύσει το ράντζο, και σαν καλός άνθρωπος που είναι… φιλάει το άλογο στη μουσούδα, το χτυπάει στα καπούλια και το αφήνει ελεύθερο. Το άλογο στρέφει το βλέμμα προς το βουνό και το δάσος, μα δε τα βλέπει πια κι ακολουθεί σαν τυφλό τον άνθρωπο, ακολουθεί την αγάπη του ανθρώπου, όμως εκείνος ανέβηκε στο ποταμόπλοιο και χάθηκε οριστικά. 

Το άλογο αισθάνεται σαστισμένο και μοναξιά και χαμηλώνει μέσα του, τώρα ξέμαθε να επιβιώνει και κινδυνεύει να πεθάνει, διψάει και πρέπει να μυρίσει ξανά το νερό και να φτάσει στο ποτάμι, πεινάει και πρέπει να ψάξει να βρει ξανά μόνο του τριφύλλι, οι λύκοι ουρλιάζουν τις νύχτες και ξυπνούν ξανά οι οπλές του. Τώρα είναι ολομόναχο ανάμεσα σε όλους τους κινδύνους.

Το άλογο με τον καιρό ξεχνάει τον αφέντη του και χαίρεται ξανά τον καλπασμό του ελεύθερο κάτω από τον καταγάλανο ουρανό. Μέχρι που ένας άνθρωπος με ένα λάσο το πιάνει ξανά και προσπαθεί να το ιππεύσει. Κι εκείνο τινάζεται, κλωτσάει και οδύρεται, δε θέλει αφέντη στη ζωή του, δεν θέλει δυνάστη στη ράχη του.




Ιουλίου 09, 2020

Πλανόδια Πριγκίπισσα






Περίμενε
η μισή κιόλας βγαλμένη έξω απ’ το κάστρο
και μια μάχη που δίνονταν για χάρη της στα πόδια της δε τη θαύμαζε
δε την άγγιζε, ήταν αλλού
φευγάτη μέσα στην απαρχή του ονείρου της
στυγνή η ανεμελιά της φτερούγιζε πάνω από των ανθρώπων τις προθέσεις
τη σημάδευαν βέλη έρωτα μα σταματούσαν πάντα έξω από την καρδιά της
με μια απορία
κι είχε υιοθετήσει εκείνο το γέλιο το σμαραγδένιο·
Πλανόδια πριγκίπισσα φαγωμένη ως το κόκαλο από τους ανέμους
σκεπασμένη μ' ένα τούλι - γυμνή από μέσα κι απ’ έξω
στον χαρακτήρα διάφανη με λόγια σιωπής εξέταζε
ο έρωτάς της διαβήτης των άστρων
αγαπούσε τα πνεύματα, "με συνθλίβει η πραγματικότητα", έλεγε
κι είμαι χαρούμενη μέσα στη ζεστασιά του παραμυθιού
με χίλια χέρια με τυλίγει·
Τελείως ασώματη και ξεδιαλεγμένη μέσα από τη στεναχώρια της
φόβο δεν είχε, έπεφτε απ’ τον εξώστη του κάστρου δυό φορές μέσα στην ίδια νύχτα
της χαμογελούσε ο κάτω ποταμός
κι έτσι όπως φτερούγιζε η καρδιά της την άρπαζαν άγγελοι
από τα φανταχτερά μαλλιά της·
Κι όλα τα λόγια την έπαιρναν πάνω, και της οργής και του μίσους
περίλαμπρη μέσα στο αχανές των αισθήσεών της
μόνη σ’ έναν τόπο που δεν πατούσαν τα πόδια της κι είχε λίγη γη
"ψηλά πιο ψηλά να πετάξεις, πάνω από τα χρώματα"
άκουγε φωνές να της μιλούν και τις ακολουθούσε πρόθυμη
κι είχε βρει μια δίοδο να περνά μέσα από τη φαντασία της
και μέσα από την επινόησή της κι όλο έφευγε
η ίδια να είναι η ευτυχία της, έτσι που δεν μπορούσες
να την πιάσεις στα χέρια σου·
Ζούσε πάνω από τον συννεφιασμένο ουρανό των ανθρώπων
ολομόναχη κι όμως τόσο θαρρετή που θαρρείς ξεφάντωνε
μέσα στη μοναξιά της
απόμακρη σαν άστρο
και λιγοστή όσο το σύμπαν
χωρούσε μέσα σε ένα βλέμμα ολόκληρη
και της φώναζα μη φεύγεις, που πηγαίνεις;
Όμως κι εμένα με σήκωνε.

"Θα χαθείς", της φώναζα
όμως εκείνη γελούσε
κι όλο με σήκωνε. 

"Με παίρνει πάνω το στέμμα", έλεγε 


 

Ιουλίου 02, 2020

Το ποντίκι και η γάτα




Γράψε κάτι να περάσει η ώρα σου, είπε
Τι να γράψω;
Ό,τι θέλεις, άφησε ελεύθερη μονάχα τη φαντασία σου, είπε.

Έχω κιόλας το θέμα. Καθώς έτσι αφήνω ελεύθερη τη φαντασία μου να διατρέξει τους ωκεανούς
προσπαθώ να φανταστώ την ευτυχία μου
μα πάντα η ευτυχία μου είναι δακρυσμένη, έχει μια λύπη.
Προσπαθώ να το ερμηνεύσω αυτό, ίσως είναι ο μέσα μου Χριστός που έχει αυτή τη λύπη,
ίσως η μέσα μου μάνα, ή οι μέσα μου Μάνες αν πω Μάνα την Παναγιά.

Από την άλλη, με ένα παράξενο τρόπο, συμφιλιώνομαι με αυτό, δεν μπορώ να φανταστώ μια άχρωμη και απολύτως διάφανη καρδιά που να μην είναι εμποτισμένη σε χρώματα μελαγχολίας, κι όσο πίσω γυρίσω και σκεφτώ τον εαυτό μου... πάντα τον βρίσκω βυθισμένο σε ένα μελαγχολικό δειλινό, να επηρεάζεται άμεσα από τις διαθέσεις της φύσης. Αλλιώς, είμαι νεκρός.

Η παιδικότητα μου είναι συννεφιασμένη με τη φύση. Υπάρχει και πίσω από την παιδικότητα μου, χώρος απολύτως ανέγγιχτος, που μπορείς να τον πεις άγιος τόπος. Και αυτού του τόπου υποψία έχω. Είναι τρομαχτικά δύσκολα να φτάσεις εκεί και σκέτο τρομαχτικά.

Είναι ένας τόπος ανέγγιχτος από την ίδια μας την εμπειρία ζωής, πως θα μπορούσε να υπάρχουμε σε αυτόν ως εμείς?

Ωστόσο είναι δελεαστικός επειδή είναι ο ίδιος μας ο θάνατος. Και όλη αυτή η περιπέτεια είναι μια συζήτηση μαζί του.

Αποζητούμε στο βάθος το θάνατό μας λοιπόν? Η απάντηση είναι ναι. Δεν τον αποζητούμε ακριβώς, αλλά είναι η μέγιστη συμφιλίωση με εκείνο που μας υπερβαίνει, κι από τη συμφιλίωση αυτή προβάλει ένας μοναδικός ανθός ζωής.

Νίκησε ο Χριστός το θάνατο? είναι η επόμενη ερώτηση. Και η απάντηση είναι ναι, τον νίκησε, τον νίκησε μέσα του. Για το Χριστό δεν υπάρχει θάνατος όσο είναι στη ζωή. Ούτε ενδεχόμενο ούτε προοπτική θανάτου. Δεν υπάρχει αυτή η διακοπή των αισθήσεων και της διαθέσεως και το τρομαχτικό μυστήριο άγνωστο μετά της ζωής. Υπάρχει μόνο μια αγωνία πάλης με το σώμα, την αντοχή στο μαρτύριο και τα πάθη.

Όμως ο θάνατος δεν υπάρχει. Υπάρχει μόνο ένα σύμπαν, που μέσα σε αυτό ο Χριστός ζει σε ορισμένο τόπο, που και έξω από αυτόν τον τόπο αισθάνεται και διαισθάνεται Άγνωστη Φωτεινότητα.
Γι' αυτό λέει στους μαθητές Του προς το τέλος...πηγαίνω να σας ετοιμάσω τόπο, και θα έρθω να σας πάρω, ώστε εκεί που είμαι Εγώ να είστε κι εσείς.
Γι' αυτό λέει σε ένα σημείο των γραφών, υπάρχουν πολλοί τόποι διαμονής στο βασίλειο του Πατέρα, αν δεν υπήρχαν θα σας το έλεγα.

 Όμως εγώ δεν είμαι ακόμα για να καταπιάνομαι με τόσο υψηλά θέματα, πότε είμαι η γάτα στον εαυτό μου πότε το ποντίκι.
 

 

Ασκήσεις υπομονής

    Η Π. κάθονταν σε μια καρέκλα στο μπαλκόνι της. Αυτός ο βήχας δεν έλεγε να περάσει. Έξυσε τα πόδια της που τη φαγούριζαν· τη νύχτα την ...