Είναι ένα άλογο, ελεύθερο κι αδάμαστο άτι και
καλπάζει ελεύθερο και χαίρεται τον ήλιο κάτω από τον καταγάλανο ουρανό. Όμως μια
μέρα, ένας άνθρωπος με ένα λάσο το πιάνει και το οδηγεί σε ένα στάβλο, εκεί του
φοράει μια σέλα και προσπαθεί να το ιππεύσει. Το άλογο τινάζεται, ωρύεται, δεν ανέχεται
καβαλάρη στη ράχη του κι αφεντικό στη ζωή του. Όμως ο άνθρωπος είναι πιο
έξυπνος από το άλογο κι έχει τον τρόπο να του τσακίσει τη θέληση και το κάνει.
Κάτι μέσα στο άλογο έσπασε για πάντα, υπέκυψε και τώρα υπακούει στην ανθρώπινη
θέληση. Ωστόσο ήταν τυχερό, ο αφέντης του είναι καλός άνθρωπος και δε το
μαστιγώνει αλύπητα ούτε το βάζει στις σκληρές δουλειές των χωραφιών. Αντίθετα,
το αγαπούν και το φροντίζουν, του φέρνουν νερό και φρέσκο τριφύλλι, καμιά φορά
μερικά χαρούμενα παιδιά καβαλούν την πλάτη του και του χαϊδεύουν τη μουσούδα κι
αισθάνεται να το αγαπούν. Ακόμα το βγάζουν σε ένα υπαίθριο προαύλιο και το αφήνουν
σχεδόν ελεύθερο μέσα σε ένα περιφραγμένο χώρο, να παίξει και να κυλιστεί στο
χώμα. Ακόμα του φέρνουν και κάποια θηλυκιά να παίξει μαζί της και να ζευγαρώσει
και καμιά φορά κοιτάζει και νοσταλγεί τα απέναντι βουνά και το απέναντι δάσος, μα
δεν μπορεί να πάει εκεί, δεν μπορεί να πάει εκεί που θέλει πια, δεν μπορεί να
κάνει εκείνο που θέλει, δεν είναι πια ένα ελεύθερο άλογο και ξεμαθαίνει να
επιθυμεί το βουνό και το δάσος.
Μια μέρα, ξεχνούν την πόρτα του στάβλου
ανοιχτή μα δε θέλει να φύγει, ο κόσμος έξω από το ράντζο έγινε πια άγνωστος
κόσμος και το φοβίζει. Όμως μια μέρα, σα να θυμάται και με ένα σάλτο
δρασκελίζει τον φράχτη κι αρχίζει να καλπάζει προς το δάσος και τα βουνά, μα σα
φτάνει εκεί αισθάνεται πως ήταν μόνο μια ανάμνηση κι ο κίνδυνος της ελευθερίας
το τρομάζει, σκύβει το κεφάλι και γυρίζει μόνο του στο στάβλο, ο άνθρωπος το
ήξερε και δε βγήκε να το ψάξει, το περίμενε να γυρίσει.
Μια μέρα, ο άνθρωπος αποφασίζει να διαλύσει το
ράντζο, και σαν καλός άνθρωπος που είναι… φιλάει το άλογο στη μουσούδα, το
χτυπάει στα καπούλια και το αφήνει ελεύθερο. Το άλογο στρέφει το βλέμμα προς το
βουνό και το δάσος, μα δε τα βλέπει πια κι ακολουθεί σαν τυφλό τον άνθρωπο, ακολουθεί την αγάπη του ανθρώπου, όμως
εκείνος ανέβηκε στο ποταμόπλοιο και χάθηκε οριστικά.
Το άλογο αισθάνεται σαστισμένο και μοναξιά και
χαμηλώνει μέσα του, τώρα ξέμαθε να επιβιώνει και κινδυνεύει να πεθάνει, διψάει
και πρέπει να μυρίσει ξανά το νερό και να φτάσει στο ποτάμι, πεινάει και πρέπει
να ψάξει να βρει ξανά μόνο του τριφύλλι, οι λύκοι ουρλιάζουν τις νύχτες και
ξυπνούν ξανά οι οπλές του. Τώρα είναι ολομόναχο ανάμεσα σε όλους τους κινδύνους.
Το άλογο με τον καιρό ξεχνάει τον αφέντη του
και χαίρεται ξανά τον καλπασμό του ελεύθερο κάτω από τον καταγάλανο ουρανό.
Μέχρι που ένας άνθρωπος με ένα λάσο το πιάνει ξανά και προσπαθεί να το ιππεύσει.
Κι εκείνο τινάζεται, κλωτσάει και οδύρεται, δε θέλει αφέντη στη ζωή του, δεν
θέλει δυνάστη στη ράχη του.